αντιφρονώ

αντιφρονώ
-ησα, διαφωνώ: Σ' όλα τα καθεστώτα υπάρχουν οπωσδήποτε αυτοί που αντιφρονούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιφρονώ — ( έω) 1. έχω αντίθετη γνώμη, διαφωνώ 2. οι αντιφρονούντες αυτοί που με συγκεντρώσεις, δηλώσεις ή δημοσιεύματα εκφράζουν τη διαφωνία τους προς ένα καθεστώς χωρίς να επιζητούν επαναστατικά την ανατροπή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + φρονώ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • εναντιογνωμονώ — και εναντιογνωμώ ( έω) (Μ ἐναντιογνωμονῶ και ἐναντιογνωμῶ) έχω αντίθετη γνώμη, αντιφρονώ, διαφωνώ …   Dictionary of Greek

  • εναντιοφρονώ — ( έω) (Μ ἐναντιοφρονῶ, έω) φρονώ τα αντίθετα, έχω αντίθετη γνώμη, αντιφρονώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”